-
1 remnant
ρετάλι -
2 остаток
остаток м 1) το υπόλοιπο, το απομεινάρι· το ρετάλι (ткани) 2) (излишек) το πλεόνασμα ◇ \остаток дня την υπόλοιπη μέρα* * *м1) το υπόλοιπο, το απομεινάρι; το ρετάλι ( ткани)2) ( излишек) το πλεόνασμα••оста́ток дня — την υπόλοιπη μέρα
-
3 купон
купонм1. τό κουπόνι, τό τοκομερί-διο[ν], ἡ μερισματαπόδειξη [-ις]·2. (отрез ткани) τό ρετάλι, τό ὑπόλοιπον ὑφάσματος. -
4 отрез
отрезм 1.:линия \отреза ἡ γραμμή τοῦ διαχωρισμού·2. (ткани) τό ρετάλι:\отрез на костюм τό κομμάτι γιά τό κοστούμι. -
5 oddment
noun (a piece left over from something: an oddment of material.) ρετάλι -
6 remnant
['remnənt](a small piece or amount or a small number left over from a larger piece, amount or number: The shop is selling remnants of cloth at half price; the remnant of the army.) υπόλειμμα, απομεινάρι, ρετάλι -
7 купон
-а α.1. κουπόνι (απόκομμα ομολογίας ή άλλου τίτλου).2. παλ. ένα εισιτήριο θεωρείου θεάτρου.3. κομμάτι (ρετάλι) υφάσματος.
См. также в других словарях:
ρετάλι — και ρετάλιο, το, Ν 1. το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε τιμή φθηνότερη από την τρέχουσα 2. μτφ. άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος («κάτι ρετάλια παριστάνουν τους σπουδαίους») 3. φρ. «τόν έκανε ρετάλι» τόν καταντρόπιασε. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ρετάλι — το (λ. ιταλ.), υπόλοιπο από τόπι υφάσματος: Τα ρετάλια πουλιούνται φτηνότερα από τα μεγάλα κομμάτια υφάσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… … Dictionary of Greek